- καρκίνιον
- καρκίνιονhermit-crabneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρκίνιον — καρκίνιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρκίνος*) 1. μικρός κάβουρας 2. (ειδικότερα) είδος μικρού κάβουρα 3. ιατρ. κακοήθης όγκος 4. στον πληθ. τὰ καρκίνια είδος εμβάδων, παντόφλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μαχαίρ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
καρκίνια — καρκίνιον hermit crab neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek